μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek
χρίσμα — Το άλειμμα των πιστών με το άγιο μύρο. Στην Aνατ. Ορθόδοξη Εκκλησία το χ. ήταν από παλιά συνδεδεμένο με το μυστήριο του βαπτίσματος και αποτελούσε συμπλήρωμα και επιστέγασμά του. Μετά το βάπτισμα ο ιερέας χρίει το νήπιο που βαπτίζει στα μάτια,… … Dictionary of Greek
μυρώνω — (ΑΜ μυρῶ, όω, Μ και μυρώνω) [μύρον] αλείφω ή ραντίζω κάποιον ή κάτι με μύρο, αρωματίζω νεοελλ. 1. αναδίδω ευωδιά, ευωδιάζω («τα λουλούδια και τα χορτάρια τής γης εμύρωναν το λεπτό αυγερινό αεράκι», Κρυστ.) 2. παροιμ. «τό βαφτίζω, τό μυρώνω, άρα… … Dictionary of Greek
μύρωμα — το (ΑΜ μύρωμα) [μυρώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μυρώνω, η επάλειψη με μύρο (νεοελλ. μσν.) εκκλ. η επάλειψη τών βαπτιζομένων με άγιο μύρο ή η σταυροειδής επίχριση τού μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο έλαιο κατά την διάρκεια τού… … Dictionary of Greek
αναμυρίζω — ἀναμυρίζω (Μ) αλείφω ξανά με μύρο μετά το βάπτισμα, ξαναμυρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μυρίζω (< μύρον) «αλείφω με μύρο». ΠΑΡ. μσν. ἀναμυρισμός] … Dictionary of Greek
απομύρισμα — Έθιμο των βυζαντινών και μεσαιωνικών χρόνων, σύμφωνα με το οποίο οιχριστιανοί άλειφαν ένα μέρος ή ολόκληρο το σώμα τους με άγιο μύρο, που πίστευαν ότι ανάβλυζε από τους τάφους αγίων ή άλλους ιερούς χώρους (αγία Παρασκευή, άγιος Δημήτριος ο… … Dictionary of Greek
καταμυρίζω — (AM) μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταμυρισμένος και καταμεμυρισμένος ευωδιαστός αρχ. αλείφω κάτι με άφθονο μύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μυρίζω με σημ. «αλείφω με μύρο»] … Dictionary of Greek
μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… … Dictionary of Greek
μυραλοιφώ — μυραλοιφῶ, έω (Α) αλείφω κάποιον με μύρο ή αλείφομαι με μύρο, αρωματίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μυρ αλοιφός < μύρον + ἀλείφω (πρβλ. ξηρ αλοιφώ, πισσ αλοιφώ)] … Dictionary of Greek
μυριστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυριστικός, ή, όν, Μ ουδ. και μεριστικόν) [μυρίζω] 1. αυτός που αναδίδει μύρο, άρωμα, αρωματικός, ευωδιαστός, μυρωδάτος («καλείς εις το μυριστικό πανηγύρι», Σολωμ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυριστικά αρωματώδη φυτικά προϊόντα,… … Dictionary of Greek